ελληνικά λεξικό: Σ: συνεχώς

Hello-World

ελληνικά λεξικό: Σ: συνεχώς

Σ: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

συνεχώς

Ο καιρός στο νησί αλλάζει συνεχώς. Την μια στιγμή βρέχει, και την άλλη ο ήλιος βγαίνει.