ελληνικά λεξικό: Β: Βουρτσίζω

Hello-World

ελληνικά λεξικό: Β: Βουρτσίζω

Β: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Βουρτσίζω

Βουρτσίζω τα δόντια μου κάθε πρωί, και ξανά πριν πάω για ύπνο.

Αυτός βουρτσίζει τα δόντια του.