ελληνικά λεξικό: Μ: μητέρα

Hello-World

ελληνικά λεξικό: Μ: μητέρα

Μ: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

μητέρα

Μπήκε μέσα στον ασανσέρ την στιγμή που έβγαινε η μητέρα μου.

soundμητέραμητέρα
Η Κατερίνα είναι η μητέρα του Νίκου.