ελληνικά λεξικό: Π: πεθαίνω
Hello-World
ελληνικά λεξικό: Π: πεθαίνω
Computers
Education Resources
Privacy
Contact
Select your language:
العربية
български
Nederlands
English (American)
Français
Deutsch
ελληνικά
עברית
हिंदी
Indonesia
Italiano
日本語
汉语
Русский
Español
Filipino Tagalog
Türkçe
Việt
Select your family:
No Preference
No Preference
Asian
Black
European
Mediteranean
Sandinavian
Greek
Π:
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
πεθαίνω
Η μύγα πέθανε.
Verb: πεθαίνω
Γερούνδιο (gerund): ικετεύωντας
Ενεστώτας (Simple present)
[εγώ] εγώ ικετεύω
[εμείς] εμείς ικετεύουμε
[εσύ] εσύ ικετεύεις
[εσείς] εσείς ικετεύετε
[αυτός/αυτή/αυτό] αυτός/αυτή/αυτό ικετεύει
[αυτοί/αυτές/αυτά] αυτοί ικετεύουν
Παρατατικός (past continues)
[εγώ] εγώ ικέτευα
[εμείς] εμείς ικετεύαμε
[εσύ] εσύ ικέτευες
[εσείς] εσείς ικετεύατε
[αυτός/αυτή/αυτό] αυτός/αυτή/αυτό ικέτευε
[αυτοί/αυτές/αυτά] αυτοί ικέτευαν
Αόριστος (past)
[εγώ] εγώ ικέτευσα
[εμείς] εμείς ικετεύσαμε
[εσύ] εσύ ικέτευσες
[εσείς] εσείς ικετεύσατε
[αυτός/αυτή/αυτό] αυτός /αυτή/αυτό ικέτευσε
[αυτοί/αυτές/αυτά] αυτοί ικέτευσαν
Παρακείμενος (present perfect)
[εγώ] εγώ έχω ικετεύσει
[εμείς] εμείς έχουμε ικετεύσει
[εσύ] εσύ έχεις ικετεύσει
[εσείς] εσείς έχετε ικετεύσει
[αυτός/αυτή/αυτό] αυτός/αυτή/αυτό έχει ικετεύ
[αυτοί/αυτές/αυτά] αυτοί έχουν ικετεύσει
Στιγμιαίος μέλλοντας (simple future)
[εγώ] εγώ θα ικετεύσω
[εμείς] εμείς θα ικετεύσουμε
[εσύ] εσύ θα ικετεύσεις
[εσείς] εσείς θα ικετεύσετε
[αυτός/αυτή/αυτό] αυτός /αυτή/αυτό θα ικετεύσ
[αυτοί/αυτές/αυτά] αυτοί θα ικετεύσουν
Εξακολουθητικός μέλλοντας (future continues)
[εγώ] εγώ θα ικετεύω
[εμείς] εμείς θα ικετεύουμε
[εσύ] εσύ θα ικετεύεις
[εσείς] εσείς θα ικετεύετε
[αυτός/αυτή/αυτό] αυτός/αυτή/αυτό θα ικετεύει
[αυτοί/αυτές/αυτά] αυτοί θα ικετεύουν
Υπερσυντέλικος (past perfect)
[εγώ] εγώ είχα ικετεύσει
[εμείς] εμείς είχαμε ικετεύσει
[εσύ] εσύ είχες ικετεύσει
[εσείς] εσείς είχατε ικετεύσει
[αυτός/αυτή/αυτό] αυτός/αυτή/αυτό είχε ικετεύ
[αυτοί/αυτές/αυτά] αυτοί είχαν ικετεύσει
Συντελεσμένος μέλλοντας (future perfect)
[εγώ] εγώ θα έχω ικετεύσει
[εμείς] εμείς θα έχουμε ικετεύσει
[εσύ] εσύ θα έχεις ικετεύσει
[εσείς] εσείς θα έχετε ικετεύσει
[αυτός/αυτή/αυτό] αυτός/αυτή θα έχει ικετεύσε
[αυτοί/αυτές/αυτά] αυτοί θα έχουν ικετεύσει