ελληνικά λεξικό: Χ: χαμηλώνω

Hello-World

ελληνικά λεξικό: Χ: χαμηλώνω

Χ: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

χαμηλώνω

Τα καταστήματα χαμηλώνουν την τιμή των προιόντων κατά τη διάρκεια του σαβατοκύριακου.