ελληνικά λεξικό: Δ: δουλειά

Hello-World

ελληνικά λεξικό: Δ: δουλειά

Δ: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

δουλειά

Η Λάουρα είναι η βοηθός μου. Με βοηθά στην δουλειά μου.

Η Μαρία είναι απρόσεκτη. Κάνει πολλά λάθη στην δουλειά της.