ελληνικά λεξικό: Δ: διαθέτω αρκετά

Hello-World

ελληνικά λεξικό: Δ: διαθέτω αρκετά

Δ: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

διαθέτω αρκετά

Ο Πέτρος θέλει να αγοράσει ένα αυτοκίνητο, αλλά δεν έχει αρκετά χρήματα. Θα φυλάξει μέχρι να διαθέτει αρκετά γ