ελληνικά λεξικό: Κ: κουρασμένη

Hello-World

ελληνικά λεξικό: Κ: κουρασμένη

Κ: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

κουρασμένη

Η Μαρία νιώθει πάντα κουρασμένη επειδή δουλεύει πάρα πολύ.