Π: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω πίνω
Ο άνδρας πίνει τον καφέ του.
Verb: πίνω | Γερούνδιο (gerund): πίνοντας |
[εγώ] εγώ πίνω | [εμείς] εμείς πίνουμε |
[εσύ] εσύ πίνεις | [εσείς] εσείς πίνετε |
[αυτός/αυτή/αυτό] αυτός/αυτή/αυτό πίνει | [αυτοί/αυτές/αυτά] αυτοί πίνουν |
[εγώ] εγώ έπινα | [εμείς] εμείς πίναμε |
[εσύ] εσύ έπινες | [εσείς] εσείς πίνατε |
[αυτός/αυτή/αυτό] αυτός/αυτή/αυτό έπινε | [αυτοί/αυτές/αυτά] αυτοί έπιναν |
[εγώ] εγώ ήπια | [εμείς] εμείς ήπιαμε |
[εσύ] εσύ ήπιες | [εσείς] εσείς ήπιατε |
[αυτός/αυτή/αυτό] αυτός /αυτή/αυτό ήπιε | [αυτοί/αυτές/αυτά] αυτοί ήπιαν |
[εγώ] εγώ έχω πιει | [εμείς] εμείς έχουμε πιει |
[εσύ] εσύ έχεις πιει | [εσείς] εσείς έχετε πιει |
[αυτός/αυτή/αυτό] αυτός/αυτή/αυτό έχει πιει | [αυτοί/αυτές/αυτά] αυτοί έχουν πιει |
[εγώ] εγώ θα πιω | [εμείς] εμείς θα πιούμε |
[εσύ] εσύ θα πιεις | [εσείς] εσείς θα πείτε |
[αυτός/αυτή/αυτό] αυτός /αυτή/αυτό θα πιει | [αυτοί/αυτές/αυτά] αυτοί θα πιούν |
[εγώ] εγώ θα πίνω | [εμείς] εμείς θα πίνουμε |
[εσύ] εσύ θα πίνεις | [εσείς] εσείς θα πίνετε |
[αυτός/αυτή/αυτό] αυτός/αυτή/αυτό θα πίνει | [αυτοί/αυτές/αυτά] αυτοί θα πίνουν |
[εγώ] εγώ είχα πιει | [εμείς] εμείς είχαμε πιει |
[εσύ] εσύ είχες πιει | [εσείς] εσείς είχατε πιει |
[αυτός/αυτή/αυτό] αυτός/αυτή/αυτό είχε πιει | [αυτοί/αυτές/αυτά] αυτοί είχαν πιει |
[εγώ] εγώ θα έχω πιει | [εμείς] εμείς θα έχουμε πιει |
[εσύ] εσύ θα έχεις πιει | [εσείς] εσείς θα έχετε πιει |
[αυτός/αυτή/αυτό] αυτός/αυτή θα έχει πιει | [αυτοί/αυτές/αυτά] αυτοί θα έχουν πιει |