ελληνικά λεξικό: Π: πίνω

Hello-World

ελληνικά λεξικό: Π: πίνω

Π: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

πίνω

Ο άνδρας πίνει τον καφέ του.

Verb: πίνω
Γερούνδιο (gerund): πίνοντας

Ενεστώτας (Simple present)

[εγώ] εγώ πίνω[εμείς] εμείς πίνουμε
[εσύ] εσύ πίνεις[εσείς] εσείς πίνετε
[αυτός/αυτή/αυτό] αυτός/αυτή/αυτό πίνει[αυτοί/αυτές/αυτά] αυτοί πίνουν

Παρατατικός (past continues)

[εγώ] εγώ έπινα[εμείς] εμείς πίναμε
[εσύ] εσύ έπινες[εσείς] εσείς πίνατε
[αυτός/αυτή/αυτό] αυτός/αυτή/αυτό έπινε[αυτοί/αυτές/αυτά] αυτοί έπιναν

Αόριστος (past)

[εγώ] εγώ ήπια[εμείς] εμείς ήπιαμε
[εσύ] εσύ ήπιες[εσείς] εσείς ήπιατε
[αυτός/αυτή/αυτό] αυτός /αυτή/αυτό ήπιε[αυτοί/αυτές/αυτά] αυτοί ήπιαν

Παρακείμενος (present perfect)

[εγώ] εγώ έχω πιει[εμείς] εμείς έχουμε πιει
[εσύ] εσύ έχεις πιει[εσείς] εσείς έχετε πιει
[αυτός/αυτή/αυτό] αυτός/αυτή/αυτό έχει πιει[αυτοί/αυτές/αυτά] αυτοί έχουν πιει

Στιγμιαίος μέλλοντας (simple future)

[εγώ] εγώ θα πιω[εμείς] εμείς θα πιούμε
[εσύ] εσύ θα πιεις[εσείς] εσείς θα πείτε
[αυτός/αυτή/αυτό] αυτός /αυτή/αυτό θα πιει[αυτοί/αυτές/αυτά] αυτοί θα πιούν

Εξακολουθητικός μέλλοντας (future continues)

[εγώ] εγώ θα πίνω[εμείς] εμείς θα πίνουμε
[εσύ] εσύ θα πίνεις[εσείς] εσείς θα πίνετε
[αυτός/αυτή/αυτό] αυτός/αυτή/αυτό θα πίνει[αυτοί/αυτές/αυτά] αυτοί θα πίνουν

Υπερσυντέλικος (past perfect)

[εγώ] εγώ είχα πιει[εμείς] εμείς είχαμε πιει
[εσύ] εσύ είχες πιει[εσείς] εσείς είχατε πιει
[αυτός/αυτή/αυτό] αυτός/αυτή/αυτό είχε πιει[αυτοί/αυτές/αυτά] αυτοί είχαν πιει

Συντελεσμένος μέλλοντας (future perfect)

[εγώ] εγώ θα έχω πιει[εμείς] εμείς θα έχουμε πιει
[εσύ] εσύ θα έχεις πιει[εσείς] εσείς θα έχετε πιει
[αυτός/αυτή/αυτό] αυτός/αυτή θα έχει πιει[αυτοί/αυτές/αυτά] αυτοί θα έχουν πιει