ελληνικά λεξικό: Σ: συχνά

Hello-World

ελληνικά λεξικό: Σ: συχνά

Σ: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

συχνά

Συναντιώνται συχνά για μεσημεριανό

Το μωρό δεν είναι υγιές. Αρρωστάει συχνά με κρυολόγηματα.

Η Αντωνία αποκοιμάται συχνά στον καναπέ. Αποκοιμάται στον καναπέ μερικές φορές την βδομάδα.