ελληνικά λεξικό: Γ: γυναίκα

Hello-World

ελληνικά λεξικό: Γ: γυναίκα

Γ: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

γυναίκα

Αυτός ο άνθρωπος είναι γενναίος. Έτρεξε μέσα στο κτίριο που καιγόταν για να σώσει αυτήν την γυναίκα.

soundγυναίκαγυναίκα